Σταθερή, ήρεμη και κατασταλαγμένη. Μετρημένη στα λόγια και τον ενθουσιασμό της, αλλά εργατική και δυναμική. Έτσι ακριβώς φαντάζομαι την Ηρώ Μπέζου στη ζωή της.

Μέσα από τη συνομιλία που είχαμε, με αφορμή την παράσταση «Ηρακλής Μαινόμενος» στην οποία θα συμμετέχει αυτό το καλοκαίρι, μου έδωσε να καταλάβω ότι από μικρή ήξερε τι ήθελε, το κυνήγησε και τα κατάφερε.

Βραβευμένη με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ θεωρείται με τη σειρά της μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της.

Μεγαλωμένη σε οικογένεια καλλιτεχνών, εξομολογείται πως γοητεύτηκε από μικρή από τον χώρο της τέχνης και, κυρίως, του θεάτρου. Όπως είπε «ήταν κάτι πολύ φυσικό».

«Ήταν καθοριστική η επιρροή της οικογένειάς μου. Με γοήτευε όλος αυτός ο κόσμος, ήταν κάτι πολύ φυσικό. Είναι δύσκολο, νομίζω, να μη σου συμβεί. Ο κόσμος της τέχνης έχει κάτι πάρα πολύ γοητευτικό.

Έχει μία μαγεία και το να βρεθείς εκεί με ανθρώπους που αγαπούν αυτό που κάνουν σε τραβά. Εμένα ήταν όλη η οικογένεια μουσικοί, σκηνοθέτες, τραγουδιστές – οπότε ήταν πολύ δύσκολο να μην με γοητεύσει. Και τώρα όλοι οι φίλοι μου είναι καλλιτέχνες».

Νιώθει τον κόσμο της τηλεόρασης μακριά της, ενώ πιστεύει πως δεν θα μπορούσε να κάνει διαφημίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς «δεν το έχω», όπως παραδέχτηκε.

«Νομίζω ότι δεν μπορώ να το κάνω σωστά, ακόμα και αν ήθελα. Δεν είναι στη φύση μου, οπότε κάνω αυτό το οποίο γνωρίζω καλύτερα. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως χρειάζεται, για την προώθηση μιας δουλειάς, να υπάρξει μια εξωστρέφεια, εκεί θα ακολουθήσω όσο μπορώ, αλλά γενικά προσπαθώ να προστατεύομαι για να μην χάσω εμένα. Γίνεται και γελοίο, καμιά φορά, αν δεν μπορείς να υποστηρίξεις κάτι. Δεν θα μπορούσα, για παράδειγμα, να κάνω διαφημίσεις στο Instagram, δεν θα αγόραζε κανείς τα προϊόντα μου».

Είναι το ίδιο επιφυλακτική σε όλες τις εκφάνσεις της ζωή της;

«Είναι κομμάτι του χαρακτήρα μου η εσωστρέφεια. Είμαι, όμως, έντονη στις προσωπικές μου σχέσεις και σε ένα πιο ασφαλές πλαίσιο. Σε μια πρώτη επαφή με τα πράγματα είμαι πιο επιφυλακτική και προσπαθώ να προστατεύομαι».

Κινηματογράφος, θέατρο ή τηλεόραση;

Χαρακτηρίζει τον εαυτό της «θεατρική ηθοποιό», χωρίς να αποκλείει κανένα ενδεχόμενο. Γοητεύεται από τον κινηματογράφο, αλλά νιώθει ανοίκεια στην τηλεόραση. Την ίδια στιγμή και, ενώ έχει ήδη σκηνοθετήσει μία παράσταση σε δικό της κείμενο, δεν νιώθει σκηνοθέτις.

«Ο κόσμος της τηλεόρασης δεν μου είναι οικείος. Τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν μπορώ να με φανταστώ να είμαι καλά εκεί. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ήμουν ευτυχής σε μια καθημερινότητα με πολύωρα γυρίσματα.

Δεν είμαι απόλυτη, γιατί δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή. Αλλά όσο μπορώ και κάνω άλλα πράγματα που είναι απαιτητικά, χρονοβόρα και ψυχοφθόρα το αποφεύγω.

Έχω κάνει ταινίες. Είναι υπέροχο μέσο ο κινηματογράφος, αλλά δεν νιώθω την οικειότητα που προσπαθώ να έχω με το θέατρο. Οι εμπειρίες που είχα μέχρι τώρα ήταν πολύ ευχάριστες, είμαι ανοιχτή στο να το μάθω.

Το θέατρο είναι το επάγγελμά μου. Δεν είμαι ταγμένη σε αυτό, αλλά μου αρέσει πολύ και έχει πάντα κάτι να ανακαλύψεις.

Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να αλλάξω επάγγελμα. Ειδικά με την σκηνοθεσία που θεωρώ ότι είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Έχω κάνει μία απόπειρα σκηνοθετική σε κείμενο που είχα γράψει. Με ενδιαφέρει το να έχω τη δυνατότητα να γράφω – έχω, μάλιστα, ήδη γράψει κάτι που θα ήθελα να το δουλέψω, αλλά ηθοποιός είμαι. Αυτή είναι η δουλειά μου, αυτό έχω σπουδάσει και αυτό με βιοπορίζει και το γνωρίζω καλύτερα.

Το ότι ανακάλυψα ότι έχω τη δυνατότητα να γράψω κάτι που να με ενδιαφέρει και να το φτιάξω και να το σκηνοθετήσω με ανθρώπους που βρίσκομαι κοντά καλλιτεχνικά είναι κάτι καινούριο στη ζωή μου, πολύ αποκαλυπτικό».

Φωτογραφία: ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ

«Ηρακλής Μαινόμενος»: Το έργο και ο ρόλος της

Λίγο πριν την έναρξη της περιοδείας του έργου που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς και πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων οι Στεφανία Γουλιώτη Γιώργος Γάλλος και Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, μας μιλά για τον Ηρακλή Μαινόμενο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προσέγγιση του κειμένου και του ρόλου της.

«Είναι από τα έργα που παίζονται σπάνια. Φέτος ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά. Είναι σαν δύο έργα σε ένα – σαν να λύνεται η ιστορία και να ξεκινά από την αρχή. Έχει μια πολύ ιδιαίτερη δομή, κάτι που εμένα, προσωπικά, με γοήτευσε.

Το έχω δει ήδη κάποιες φορές που ανέβηκε, μία από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και μία από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, αλλά ίσως επειδή η πλοκή του δεν είναι τόσο συμβατική, δεν το αναλαμβάνουν συχνά οι καλλιτέχνες. Συζητούσαμε ακριβώς αυτό και μεταξύ μας στον θίασο.

Είναι ένα έργο πολύ συγκινητικό, που αφορά έναν ήρωα διάσημο – ίσως επειδή βλέπουμε την κατάρρευση ενός εξιδανικευμένου ήρωα, γι’ αυτό να μην ανεβαίνει τόσο συχνά όσο άλλα έργα.

Δεν ήταν πολύ δύσκολο να το προσεγγίσω. Ο σκηνοθέτης έχει πολύ σαφή εικόνα σε σχέση με το τι θέλει και όλα ρέουν πολύ φυσιολογικά. Βέβαια, είναι πάρα πολύ απαιτητικό έργο – ειδικά για ορισμένους συναδέλφους, έρχονται αντιμέτωποι με τεράστια μεγέθη συναισθημάτων και καταστάσεων.

Ο δικός μου ρόλος είναι πιο διαχειρίσιμος σε αυτό το κομμάτι. Αλλά επειδή η δραματουργία ήταν σαφής από την αρχή, δεν νομίζω ότι είχαμε πολλές δυσκολίες.

Υποδύομαι την Ίριδα. Μαζί με τη Λύσσα είναι οι θεότητες που αναλαμβάνουν τον μονόλογο του αγγελιοφόρου – κανονικά τον έχει ένας απλός πολίτης.

Στη δική μας δραματουργία είναι σαν συνέχεια της εμφάνισής μας και αυτή η αφήγηση. Για μας αυτό είναι κάπως μια πρόκληση, με την έννοια του ότι πρέπει να “γλιστρήσουμε” σε κάποια λόγια που δεν ανήκουν ξεκάθαρα στον ρόλο μας.

Τεχνικές δυσκολίες μπορώ να πω ότι αντιμετωπίζω περισσότερο. Αλλά επειδή οι ρόλοι οι δικοί μας εμφανίζονται “εκ του ασφαλούς”, δεν είναι δηλαδή άνθρωποι που πάσχουν, δεν έρχονται αντιμέτωποι με πολύ δυνατά συναισθήματα».

Δεν έχει νόημα να έχεις θάρρος, χωρίς να είσαι συνετός.

Η καθήλωση των ανθρώπων στο έργο και τη σημερινή κοινωνία

Στο κατά πόσο το συγκεκριμένο έργο έχει αντίκτυπο στη σημερινή κοινωνία η Ηρώ Μπέζου βρίσκει ένα πολύ βασικό κοινό σημείο: Την καθήλωση.

«Αυτό που θα έβρισκα ως κοινό, το οποίο προσπαθεί να το απεικονίσει και ο Δημήτρης (ς.ς. ο Καραντζάς, που σκηνοθετεί) στην παράσταση, είναι η ακινητοποίηση των πολιτών. Μπορεί να παρακολουθώ τερατώδη πράγματα και να παραμένω ακινητοποιημένος.

Ένα αίσθημα άγνοιας σε σχέση με το τι μπορώ να κάνω για να μπορέσω να βγω από την κατάσταση που είμαι. Να μην μπορώ να καταλάβω αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να αλλάξω γεγονότα που συμβαίνουν δίπλα μου ή και πολύ μακριά μου.

Η συνθήκη της απόλυτης ακινησίας κατά την οποία εμβρόντητος παρακολουθείς τι συμβαίνει σε όλο τον πλανήτη και αντιλαμβάνεσαι την αδυναμία σου και απέναντι στη δικτατορία του Λύκου, που στο έργο έχει την εξουσία, αλλά και όταν λύνεται αυτό απέναντι και στην παντοδυναμία των Θεών.

Η Μεγάρα, την οποία υποδύεται η Στεφανία Γουλιώτη, λέει σε κάποια στιγμή στο έργο πως δεν αρκεί να έχεις θάρρος απλά για να επαναστατήσεις. Δεν έχει νόημα να έχεις θάρρος, χωρίς να είσαι συνετός.

Ο χορός αυτό το αντιλαμβάνεται – προσπαθεί να επαναστατήσει, αλλά δεν έχει δύναμη. Αυτό είναι απελπιστικό.

Γι’ αυτό κι όταν εμφανίζεται ο ήρωας, ο Ηρακλής, αναπτερώνεται το ηθικό. Ο πιο δυνατός στα μάτια όλων, όμως, τελικά καταποντίζεται. Υπάρχει δυσκολία αντίδρασης.

Νομίζω είναι πολύ επίκαιρο το έργο, όπως και η ανάγκη για έναν ήρωα παντοδύναμο, που θα μπορούσε να κάνει όλα αυτά που εμείς δεν μπορούμε».

Φωτογραφία: ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ

Η ευθύνη των πράξεων του Ηρακλή και η μοίρα των ανθρώπων

Στο έργο του Ευριπίδη ο Ηρακλής τυφλωμένος από οργή και υποκινούμενος από τις δυνάμεις των θεών προχωρά σε μια αποτρόπαια πράξη: Σκοτώνει την οικογένειά του. Ο ίδιος όταν αντιλαμβάνεται τι κάνει, θέλει να πεθάνει. Είναι, όμως, άμοιρος ευθυνών και κατά πόσο, τελικά, οι άνθρωποι ορίζουμε τη μοίρα μας;

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για τέτοιους ήρωες με όρους καθημερινούς. Ο ίδιος επιθυμεί να πεθάνει, αλλά εμφανίζεται το δώρο της φιλίας και της στήριξης, από έναν άνθρωπο που του υπενθυμίζει ότι είναι καλός. Έρχεται ο Θησέας και του λέει πως έχει προσφέρει, έχει κάνει καλό και κάπως έτσι αντέχει τη ζωή. Ο Ηρακλής, βέβαια, μιλά για τον θάνατο ως αδυναμία. Λέει σε κάποιο σημείο, “δεν θα πεθάνω για να μην με πουν δειλό, θα πρέπει να αντέξω”. Ίσως ο θάνατος να τον ανακούφιζε, αλλά μέχρι τέλους παλεύει για να παραμείνει δυνατός, να είναι ήρωας.

Δεν είχε αλαζονεία. Από την κούνια έπρεπε να πολεμάει για τη ζωή του, να αποδεικνύει τη δύναμή και την αξία του. Έκανε πολλές πράξεις ευεργετικές. Δεν έχει διαπράξει κάποια ύβρη.

Τιμωρείται από την ίδια του τη φύση, επειδή είναι γιος του Δία, επειδή είναι ημίθεος, επειδή είναι δυνατός και αντέχει.

Η Ήρα ας πούμε, αντιπροσωπεύει τον φθόνο για το ότι ξεπερνιούνται τα όρια. Ο Ηρακλής ήταν ένα πλάσμα ανάμεσα σε Θεό και θνητό και αυτό ήταν από μόνο του προκλητικό.

Σε καμία περίπτωση δεν θα άντεχα να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι είναι έρμαια της εποχής τους. Πιστεύω πάρα πολύ στη δύναμη της επιθυμίας, στην ατομική και τη συλλογική προσπάθεια. Αλλά δυστυχώς, υπάρχει και ένα όριο στο οποίο μπορείς να κινηθείς, που είναι και πάλι η εποχή σου. Οι συνθήκες, ο τρόπος που ζεις, ο τρόπος που έχεις μεγαλώσει.

Βρισκόμαστε μέσα σε ένα πλαίσιο, από το οποίο δεν μπορούμε να κινηθούμε πάρα πολύ μακριά, αλλά, σίγουρα, μπορούμε να μετακινηθούμε σε έναν βαθμό».

Το 90% της θετικής απάντησης σε μία επαγγελματική πρόταση παίζουν οι συνεργάτες.

Η συνεργασία της με τον σκηνοθέτη και η σημασία της καλής συνύπαρξης, ως προϋπόθεση αποδοχής μιας επαγγελματικής πρότασης

«Έχουμε συνεργαστεί τρεις φορές ως τώρα με τον Δημήτρη Καραντζά. Νομίζω ότι όταν έχεις ξαναδουλέψει με κάποιον και αυτή η συνεργασία έχει κάποιες αρετές, δεν είναι κάτι που θέλεις να αποφύγεις, κερδίζουν πολύ χρόνο και οι δύο πλευρές.

Γνωρίζεις πού συγκλίνεις, ποιες είναι οι δυσκολίες και γίνονται τα πράγματα πιο ομαλά. Υπάρχει μία ευκολία. Νιώθω και εγώ πως μου δίνεται χώρος μέσα σε αυτή τη συγκυρία. Όταν μπορείς να ποντάρεις στο θετικό, η συνεργασία μόνο ομαλή εξέλιξη μπορεί να έχει.

«Νομίζω το 90% της θετικής απάντησης σε μία επαγγελματική πρόταση παίζουν οι συνεργάτες. Το να έχω ξαναδουλέψει με τον σκηνοθέτη και να ήμουν δυστυχής ή να έχω ακούσει ότι έχει κάνει κάτι πολύ άσχημο ή ανήθικο, θα με οδηγούσε στο να πω “όχι” σε μία συνεργασία»

Το τονίζω γιατί χαίρομαι πολύ που συνεργάζομαι με την Άννα Καλαϊτζίδου, για παράδειγμα. Όλοι οι συνάδελφοι στον θίασο είναι πολύ καλοί και αξιόλογοι, αλλά με την Άννα παίζουμε μαζί και είναι πολύ σημαντικό να ξέρω ότι θα έχω μία συνομιλήτρια που τη γνωρίζω και ταιριάζουμε.

Το να έχω ξαναδουλέψει με τον σκηνοθέτη και να ήμουν δυστυχής ή να έχω ακούσει ότι έχει κάνει κάτι πολύ άσχημο ή ανήθικο, θα με οδηγούσε στο να πω “όχι” σε μία συνεργασία, όπως και το να ξέρω από πρώτο χέρι ότι η συνεργασία δεν θα είναι ομαλή».

Δεν νιώθω ότι βιώνω κάποια αναγνώριση. Κλείνω, φέτος, 15 χρόνια στον χώρο και αισθάνομαι ότι πολύ σταθερά και σταδιακά πορεύομαι και εργάζομαι. Σε βάθος χρόνου, όμως, φαίνονται τα πράγματα

Τα συναισθήματά της ως τώρα, οι προσδοκίες για το κοινό και το δημιουργικό της άγχος

Η ίδια ανυπομονεί για την έναρξη της περιοδείας και παραδέχεται πως δεν έχει υπερβολικό άγχος πριν από τις παραστάσεις.

«Πάρα πολύ άγχος δεν έχω, έχω μια υπερένταση, αλλά επειδή η κάθε παράσταση έχει τις απαιτήσεις της, κάνω πάντα αυτό που απαιτεί κάθε ρόλος. Δεν είμαι μόνη μου, συνήθως, στον χώρο της προετοιμασίας, είμαι μαζί με τους άλλους, οπότε δεν κάνω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Έχω πάντα πολλή χαρά και ανυπομονησία.

Βρισκόμαστε λίγο μετά τη μέση στη διαδικασία της προετοιμασίας μας. Έχουμε ακόμη δουλειά. Ανυπομονώ να μπω σε μια κατάσταση γρηγορότερης ροής και παραστάσεων. Θέλω να παίξουμε πολύ αυτή την παράσταση.

Είναι πολύ ωραίο το κλίμα, νιώθω ότι θα είναι πολύ όμορφα. Παρ’ ότι είναι ένα έργο σκληρό και βίαιο, αισθάνομαι ότι θα είναι πολύ ωραία στην περιοδεία. Θέλω να μπούμε στη διαδικασία των καθημερινών παραστάσεων και να αφηγούμαστε αυτή την ιστορία.

Δεν μπορώ να γνωρίζω το πώς θα αγγίξει τον καθένα. Σίγουρα είναι μια συγκινητική παράσταση κι αν μπορούσαν να συμμεριστούν την οργή μας για αυτές τις δυνάμεις που μας κρατούν πίσω και με τις οποίες αναμετριέται ο καθένας, θα ήταν ευχάριστο.

Από την άλλη ο καθένας είναι ελεύθερος να αισθανθεί ό,τι θέλει. Το να συνδεθεί με κάποιον τρόπο είναι από μόνο του ένα κέρδος.

Είναι ένα έργο πολύ όμορφο, με τόσο ωραία πλοκή και χαρακτήρες. Εύχομαι ο κόσμος να καταφέρει να το γνωρίσει και να γίνει ακόμα πιο δημοφιλές».

Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας παραμένει προσγειωμένη και μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται πως έχει καταφέρει πολλά στα χρόνια που εργάζεται ως ηθοποιός.

«Δεν νιώθω ότι βιώνω κάποια αναγνώριση. Κλείνω, φέτος, 15 χρόνια στον χώρο και αισθάνομαι ότι πολύ σταθερά και σταδιακά πορεύομαι και εργάζομαι. Νομίζω το ότι με εκτιμούν οι συνεργάτες μου και ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι που παρακολουθούν τη δουλειά μου στο θέατρο. Αυτό είναι κάτι πολύ ευχάριστο. Σε βάθος χρόνου, όμως, φαίνονται τα πράγματα».

Η παράσταση «Ηρακλής Μαινόμενος» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, ξεκινά περιοδεία την Παρασκευή, 5 Ιουλίου από Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου και θα ταξιδέψει στη διάρκεια του καλοκαιριού σε όλη την Ελλάδα.

Εισιτήρια εδώ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below